- καθυστερικώς
- καθυστερικῶς (Α) [καθυστερώ]επίρρ. με καθυστέρηση, μετά την ορισμένη προθεσμία, ύστερα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθυστερικῶς — behind indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)